Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀήθεια: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque d'habitude, inexpérience.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήθης]].
|btext=ας (ἡ) :<br />manque d'habitude, inexpérience.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήθης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀήθεια:''' ион. [[ἀηθείη]] ἡ непривычка, непривычность Batr., Plut.: ἀ. τινος Thuc. непривычка к чему-л.; ὑπὸ ἀηθείας Plat. с непривычки.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀήθεια:''' Ιων. -ίη <i>[ῑ]</i>, <i>ἡ</i> ([[ἀήθης]]), [[έλλειψη]] συνήθειας, το πρωτόγνωρο κάποιας κατάστασης, σε Βατραχομ.· <i>ἀήθειά τινος</i>, [[απειρία]] σε [[κάτι]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀήθεια:''' Ιων. -ίη <i>[ῑ]</i>, <i>ἡ</i> ([[ἀήθης]]), [[έλλειψη]] συνήθειας, το πρωτόγνωρο κάποιας κατάστασης, σε Βατραχομ.· <i>ἀήθειά τινος</i>, [[απειρία]] σε [[κάτι]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀήθεια:''' ион. [[ἀηθείη]] ἡ непривычка, непривычность Batr., Plut.: ἀ. τινος Thuc. непривычка к чему-л.; ὑπὸ ἀηθείας Plat. с непривычки.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀήθης]]<br />unaccustomedness, Batr.; ἀήθ. τινος [[inexperience]] of a [[thing]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[ἀήθης]]<br />unaccustomedness, Batr.; ἀήθ. τινος [[inexperience]] of a [[thing]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀήθεια Medium diacritics: ἀήθεια Low diacritics: αήθεια Capitals: ΑΗΘΕΙΑ
Transliteration A: aḗtheia Transliteration B: aētheia Transliteration C: aitheia Beta Code: a)h/qeia

English (LSJ)

Ion. -ιη [ι- metri gr.], ἡ, (ἀήθης) unaccustomedness, novelty of a situation, Batr.72,Pl.Ti.18c; ἀ. τινος inexperience of a thing, Th.4.55; ὑπὸ ἀηθείας from inexperience, Pl.Tht.175d; δι' ἀήθειαν (cod. ἀλήθ-) Aen.Tact.38.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -είη, jón. -ίη; ἀηθία E.Hel.418, EM 462.14G.
1 falta de costumbre εἰς ἀήθειαν πίπτει E.Hel.418, ἐν δέ οἱ ἦτορ πάλλετ' ἀηθείῃ Batr.(l) 72, τὰ δὲ παιδάρια ... πίπτουσιν ... ὑπὸ ἀηθίης Hp.Morb.Sacr.12.2, ὄφρα κολῳὸν ἀηθείῃ φοβέωνται A.R.2.1064
carácter insólito, rareza c. gen. subjet. τῶν λεχθέντων Pl.Ti.18c, τι θαυμαστὸν ἀηθείᾳ Aristid.Or.50.7.
2 con gen. obj. inexperiencia, desconocimiento του κακοπραγεῖν Th.4.55, τόλμης Plu.2.784d, τῆς πτήσεως Gp.15.2.33, ὑπὸ ἀηθείας por inexperiencia Pl.Tht.175d, Luc.DMar.6.2.

German (Pape)

[Seite 44] ἡ, Ungewohntheit, Batrach. 72; Plat. Theaet. 175 d; τοῦ κακοπραγεῖν Thuc. 4, 55; oft Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d'habitude, inexpérience.
Étymologie: ἀήθης.

Russian (Dvoretsky)

ἀήθεια: ион. ἀηθείη ἡ непривычка, непривычность Batr., Plut.: ἀ. τινος Thuc. непривычка к чему-л.; ὑπὸ ἀηθείας Plat. с непривычки.

Greek (Liddell-Scott)

ἀήθεια: Ἰων. ἀηθίη, [ῑ], ἡ, (ἀήθης), ἡ καινότης καταστάσεώς τινος, Βατρ. 72· ἀήθ. τινός = ἀπειρία· Θουκ. 4. 55· ὑπὸ ἀηθείας = ἐξ ἀπειρίας, Πλάτ. Θεαίτ. 175D: ― πρβλ. ἀηθία.

Greek Monotonic

ἀήθεια: Ιων. -ίη [ῑ], (ἀήθης), έλλειψη συνήθειας, το πρωτόγνωρο κάποιας κατάστασης, σε Βατραχομ.· ἀήθειά τινος, απειρία σε κάτι, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀήθης
unaccustomedness, Batr.; ἀήθ. τινος inexperience of a thing, Thuc.