ἀκατάψευστος: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non fabuleux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταψεύδομαι]].
|btext=ος, ον :<br />non fabuleux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταψεύδομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάψευστος:''' [[невыдуманный]], [[невымышленный]] (θηρία Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάψευστος:''' -ον ([[καταψεύδομαι]]), αυτός που δεν είναι [[ψευδής]] ή [[μυθώδης]], που δεν αποτελεί [[προϊόν]] εικασίας, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀκατάψευστος:''' -ον ([[καταψεύδομαι]]), αυτός που δεν είναι [[ψευδής]] ή [[μυθώδης]], που δεν αποτελεί [[προϊόν]] εικασίας, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάψευστος:''' [[невыдуманный]], [[невымышленный]] (θηρία Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταψεύδομαι]]<br />not [[fabulous]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[καταψεύδομαι]]<br />not [[fabulous]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάψευστος Medium diacritics: ἀκατάψευστος Low diacritics: ακατάψευστος Capitals: ΑΚΑΤΑΨΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akatápseustos Transliteration B: akatapseustos Transliteration C: akatapsefstos Beta Code: a)kata/yeustos

English (LSJ)

not fabulous, θηρία Hdt.4.191; not belied, διάληψις Ath.Mitt.33.380 (Pergam.).

Spanish (DGE)

-ον
no fabuloso θηρία Hdt.4.191
no fingido διάληψις Ath.Mitt.33.1908.380.27 (Pérgamo, heleníst.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fabuleux.
Étymologie: , καταψεύδομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάψευστος: невыдуманный, невымышленный (θηρία Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάψευστος: ὁ μὴ ψευδὴςμυθώδης, θηρία, Ἡρόδ. 4. 191· κατάψευστα, ἐγράφη κατ’ εἰκασίαν.

Greek Monolingual

ἀκατάψευστος, -ον (Α) καταψεύδομαι
1. ο αληθινός, αυτός που δεν είναι μυθώδης
2. αυτός που δεν έχει διαψευστεί.

Greek Monotonic

ἀκατάψευστος: -ον (καταψεύδομαι), αυτός που δεν είναι ψευδής ή μυθώδης, που δεν αποτελεί προϊόν εικασίας, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

καταψεύδομαι
not fabulous, Hdt.