ἀκροσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0085.png Seite 85]] [[μύωψ]], mit eiserner Spitze, Antiphil. 4 (VI, 95).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0085.png Seite 85]] [[μύωψ]], mit eiserner Spitze, Antiphil. 4 (VI, 95).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροσίδηρος:''' дор. [[ἀκροσίδαρος|ἀκροσίδᾱρος]] 2 с железным наконечником ([[μύωψ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροσίδηρος:''' -ον, αυτός που έχει [[αιχμή]], [[άκρη]] ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκροσίδηρος:''' -ον, αυτός που έχει [[αιχμή]], [[άκρη]] ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροσίδηρος:''' дор. [[ἀκροσίδαρος|ἀκροσίδᾱρος]] 2 с железным наконечником ([[μύωψ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[pointed]] or [[shod]] with [[iron]], Anth.
|mdlsjtxt=<br />[[pointed]] or [[shod]] with [[iron]], Anth.
}}
}}

Revision as of 17:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροσίδηρος Medium diacritics: ἀκροσίδηρος Low diacritics: ακροσίδηρος Capitals: ΑΚΡΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: akrosídēros Transliteration B: akrosidēros Transliteration C: akrosidiros Beta Code: a)krosi/dhros

English (LSJ)

ον, pointed or tipped with iron, AP6.95 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 85] μύωψ, mit eiserner Spitze, Antiphil. 4 (VI, 95).

Russian (Dvoretsky)

ἀκροσίδηρος: дор. ἀκροσίδᾱρος 2 с железным наконечником (μύωψ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροσίδηρος: -ον, ὁ ἔχων ἄκρον, αἰχμὴν ἐκ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 6. 95.

Greek Monolingual

ἀκροσίδηρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σιδερένια άκρη, αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + σίδηρος.

Greek Monotonic

ἀκροσίδηρος: -ον, αυτός που έχει αιχμή, άκρη ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.

Middle Liddell


pointed or shod with iron, Anth.