ἀμοῦ: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] att. [[ἁμοῦ]], irgendwo, [[ἁμοῦ]] γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] att. [[ἁμοῦ]], irgendwo, [[ἁμοῦ]] γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>att.</i> [[ἁμοῦ]], <i>adv.</i><br />en quelque manière ; [[ἁμοῦ]] γέ που LYS quelque part.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοῦ:''' атт. [[ἁμοῦ]] adv. где-л.: ἀ. γέ που Lys. куда-л., кое-куда.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμοῦ''': Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον [[μέρος]]» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: [[ἄλλοθι]] [[μηδὲ]] ἁμοῦ, εἰς κανὲν [[μέρος]], [[διόλου]], Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, [[ἁμοῖ]].
|lstext='''ἀμοῦ''': Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον [[μέρος]]» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: [[ἄλλοθι]] [[μηδὲ]] ἁμοῦ, εἰς κανὲν [[μέρος]], [[διόλου]], Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, [[ἁμοῖ]].
}}
{{bailly
|btext=<i>att.</i> [[ἁμοῦ]], <i>adv.</i><br />en quelque manière ; [[ἁμοῦ]] γέ που LYS quelque part.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμοῦ:''' Αττ. [[ἁμοῦ]], επίρρ. του [[ἀμός]] (= τίς), [[ἀμοῦ]] γέ που, σε κάποιο [[μέρος]] ή σε [[άλλο]], σε Λυσ.· πρβλ. [[ἀμόθεν]], [[ἀμῆ]], [[ἀμοῖ]].
|lsmtext='''ἀμοῦ:''' Αττ. [[ἁμοῦ]], επίρρ. του [[ἀμός]] (= τίς), [[ἀμοῦ]] γέ που, σε κάποιο [[μέρος]] ή σε [[άλλο]], σε Λυσ.· πρβλ. [[ἀμόθεν]], [[ἀμῆ]], [[ἀμοῖ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοῦ:''' атт. [[ἁμοῦ]] adv. где-л.: ἀ. γέ που Lys. куда-л., кое-куда.
}}
}}

Latest revision as of 17:20, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 128] att. ἁμοῦ, irgendwo, ἁμοῦ γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.

French (Bailly abrégé)

att. ἁμοῦ, adv.
en quelque manière ; ἁμοῦ γέ που LYS quelque part.
Étymologie: ἀμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοῦ: атт. ἁμοῦ adv. где-л.: ἀ. γέ που Lys. куда-л., кое-куда.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοῦ: Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον μέρος» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: ἄλλοθι μηδὲ ἁμοῦ, εἰς κανὲν μέρος, διόλου, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, ἁμοῖ.

Greek Monolingual

ἁμοῦ επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ]
συνεκφέρεται με τα μόρια γέ που
«ἁμοῦ γέ που», σε κάποιο μέρος, κάπου.

Greek Monotonic

ἀμοῦ: Αττ. ἁμοῦ, επίρρ. του ἀμός (= τίς), ἀμοῦ γέ που, σε κάποιο μέρος ή σε άλλο, σε Λυσ.· πρβλ. ἀμόθεν, ἀμῆ, ἀμοῖ.