ἀμφιδέαι: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br /><b>1</b> bracelet, anneau;<br /><b>2</b> chaîne pour fermer une porte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δέω]]¹.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[βραχιονιστήρ]], [[κρίκος]], περιβραχιόνιον, [[περίχειρον]], [[σφιγγίον]], [[ψέλιον]]. | |btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br /><b>1</b> bracelet, anneau;<br /><b>2</b> chaîne pour fermer une porte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δέω]]¹.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[βραχιονιστήρ]], [[κρίκος]], περιβραχιόνιον, [[περίχειρον]], [[σφιγγίον]], [[ψέλιον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιδέαι:''' ῶν αἱ браслеты, запястья Her., Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 7: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιδέαι:''' αἱ ([[δέω]] Α), πράγματα δεμένα γύρω από [[κάτι]], περιβραχιόνια ή μπρασελέδες, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀμφιδέαι:''' αἱ ([[δέω]] Α), πράγματα δεμένα γύρω από [[κάτι]], περιβραχιόνια ή μπρασελέδες, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[δέω A]<br />things [[bound]] [[round]], [[bracelets]] or [[anklets]], Hdt. | |mdlsjtxt=[δέω A]<br />things [[bound]] [[round]], [[bracelets]] or [[anklets]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:25, 3 October 2022
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
1 bracelet, anneau;
2 chaîne pour fermer une porte.
Étymologie: ἀμφί, δέω¹.
Syn. βραχιονιστήρ, κρίκος, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιδέαι: ῶν αἱ браслеты, запястья Her., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδέαι: -αἱ, πᾶν ὅ,τι περιδέει ἢ περιδέεται, περιβραχιόνιον, περισφύριον, Ἡρόδ. 2. 69, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 26· ἀλλ’ ὡσαύτως οὐδ. ἀμφίδεα, τά, αὐτόθι 17. 151. 7· (ὁ Βοίκχιος γράφει ἀμφιδεαῖ, -δεᾶ): ὁ Ἡσύχιος λέγει: «ἀμφιδέαι, ψέλλια, κρίκοι, δακτύλιοι.» 2) οἱ σιδηροῖ κρίκοι, Λατ. armillae, δι’ ὧν τὰ φύλλα τῶν θυρῶν προσηρμόζοντο καὶ ἐστηρίζοντο ἐπὶ τῶν στροφέων «ῥιζέδων», Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., πρβλ. Ἰουδεν. 3. 304: ἀνφιδέαι σιδηραῖ στρογγύλαι ἀπὸ κλείθρου τέτταρες Βοίκχ. ἐν Ἐπιγρ. Ναυτ. σ. 409. 3) τὰ ἀμφίδεα, τὰ χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 610. 42, «ἀμφίδεον, τοῦ στόματος τῆς μήτρας τὸ ἐν κύκλῳ ἄκρον… κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τῶν γυναικείων ψελλίων», Γαλην. Λεξ.
Greek Monotonic
ἀμφιδέαι: αἱ (δέω Α), πράγματα δεμένα γύρω από κάτι, περιβραχιόνια ή μπρασελέδες, σε Ηρόδ.