ἀλάθητος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à qui l'on ne cache rien, à qui rien n'échappe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λανθάνω]]. | |btext=ος, ον :<br />à qui l'on ne cache rien, à qui rien n'échappe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλάθητος:''' (λᾰ) от которого ничего не может укрыться, всевидящий (τὸ [[θεῖον]] Aesop.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[αλάθητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κάνει λάθη, ο [[αλάθευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο [[αναμάρτητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο [[αλάνθαστος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[αλάθητο]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί να λησμονηθεί, [[αξέχαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλαθον</i>, [[λανθάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλάθητο]]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[αλάθητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κάνει λάθη, ο [[αλάθευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο [[αναμάρτητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο [[αλάνθαστος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[αλάθητο]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί να λησμονηθεί, [[αξέχαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλαθον</i>, [[λανθάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλάθητο]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 3 October 2022
English (LSJ)
[λᾱ], ον, A gloss on ἄληστος, Suid.: coupled with ἄλαστος, Sch.E.Hec.685. 2 not escaping detection, Astramps. Orac.13.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰλᾱ-]
1 que no pasa inadvertido, inolvidable ἀλάθητα ἔργα ποιῶν Sch.E.Hec.685D., κακά Eust.1415.12, Sud.s.u. ἄληστος.
2 al que no le pasa nada inadvertido, que todo lo ve τὸ θεῖον Aesop.36.2, 3, 67.2.
German (Pape)
[Seite 88] 1) nicht zu vergessen, VLL. – 2) dem Nichts entgeht; τὸ θεῖον Aesop. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à qui l'on ne cache rien, à qui rien n'échappe.
Étymologie: ἀ, λανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλάθητος: (λᾰ) от которого ничего не может укрыться, всевидящий (τὸ θεῖον Aesop.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάθητος: [λᾱ], ον, = ἄληστος, ὃν οὐδὲν λανθάνει, οὗ τὴν προσοχὴν ἢ μνήμην οὐδὲν διαφεύγει, Αἴσωπ., Εὐστ. καὶ μεταγενέσ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ αλάθητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κάνει λάθη, ο αλάθευτος
2. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο αναμάρτητος
3. αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο αλάνθαστος
4. το ουδ. ως ουσ. το αλάθητο
μσν.
αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί να λησμονηθεί, αξέχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ἔλαθον, λανθάνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάθητο].