ἀναρθρία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[debilidad de las articulaciones]] θηλυκή Arist.<i>Pr</i>.894<sup>b</sup>21.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[debilidad de las articulaciones]] θηλυκή Arist.<i>Pr</i>.894<sup>b</sup>21.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναρθρία:''' ἡ [[слабость членов]], [[слабосильность]] (θηλυκή Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀναρθρία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να μη μπορεί [[κάποιος]] να αρθρώσει κατανοητή [[ομιλία]] λόγω νευρικής βλάβης των [[μυών]] που συνεργούν στην [[παραγωγή]] του προφορικού λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλειψη]] σφρίγους, [[ατονία]].<br /><b>(II)</b><br />η (Α [[ἀναρθρία]]) [[ἄναρθρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδυναμία]] για [[άρθρωση]] κανονικής ομιλίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδυναμία]] μελών του σώματος.
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀναρθρία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να μη μπορεί [[κάποιος]] να αρθρώσει κατανοητή [[ομιλία]] λόγω νευρικής βλάβης των [[μυών]] που συνεργούν στην [[παραγωγή]] του προφορικού λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλειψη]] σφρίγους, [[ατονία]].<br /><b>(II)</b><br />η (Α [[ἀναρθρία]]) [[ἄναρθρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδυναμία]] για [[άρθρωση]] κανονικής ομιλίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδυναμία]] μελών του σώματος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναρθρία:''' ἡ [[слабость членов]], [[слабосильность]] (θηλυκή Arst.).
}}
}}

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρθρία Medium diacritics: ἀναρθρία Low diacritics: αναρθρία Capitals: ΑΝΑΡΘΡΙΑ
Transliteration A: anarthría Transliteration B: anarthria Transliteration C: anarthria Beta Code: a)narqri/a

English (LSJ)

ἡ, want of vigour, Arist.Pr.894b21.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
debilidad de las articulaciones θηλυκή Arist.Pr.894b21.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρθρία:слабость членов, слабосильность (θηλυκή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρθρία: ἡ, ἀτονία ταῶν ἄρθρων, ἐπὶ εὐνούχων, Ἀριστ. Προβλ. 10. 36, 1.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀναρθρία)
νεοελλ.
το να μη μπορεί κάποιος να αρθρώσει κατανοητή ομιλία λόγω νευρικής βλάβης των μυών που συνεργούν στην παραγωγή του προφορικού λόγου
αρχ.
έλλειψη σφρίγους, ατονία.
(II)
η (Α ἀναρθρία) ἄναρθρος
νεοελλ.
αδυναμία για άρθρωση κανονικής ομιλίας
αρχ.
αδυναμία μελών του σώματος.