ἀνείσοδος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inaccessible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[εἴσοδος]].
|btext=ος, ον :<br />inaccessible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[εἴσοδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνείσοδος:''' [[неприступный]], [[недоступный]] ([[πόλις]], [[αὐλή]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνείσοδος:''' -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή [[πρόσβαση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνείσοδος:''' -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή [[πρόσβαση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνείσοδος:''' [[неприступный]], [[недоступный]] ([[πόλις]], [[αὐλή]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=without [[entrance]] or [[access]], Plut.
|mdlsjtxt=without [[entrance]] or [[access]], Plut.
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείσοδος Medium diacritics: ἀνείσοδος Low diacritics: ανείσοδος Capitals: ΑΝΕΙΣΟΔΟΣ
Transliteration A: aneísodos Transliteration B: aneisodos Transliteration C: aneisodos Beta Code: a)nei/sodos

English (LSJ)

ον, without entrance or access, Plu.Dio7, Pyrrh.29.

Spanish (DGE)

-ον
desprovisto de entrada, αὐλή Plu.Dio 7, πόλις Plu.Pyrrh.29.

German (Pape)

[Seite 220] unzugänglich, Plut. Dion. 7 σπουδαίοις ἀνδράσιν αὐλή; vgl. Pyrrh. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: , εἴσοδος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνείσοδος: неприступный, недоступный (πόλις, αὐλή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείσοδος: -ον, ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, σπουδαίοις ἀνδράσι: ἄβατον καὶ ἀνείσοδον οὖσαν [τὴν αὐλὴν] Πλουτ. Δίων 7, ἀνείσοδον ἔσεσθαι τὴν πόλιν, ὅτι δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν, Πύρρ. 29.

Greek Monolingual

ἀνείσοδος, -ον (Α)
απρόσιτος, απροσπέλαστος.

Greek Monotonic

ἀνείσοδος: -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή πρόσβαση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

without entrance or access, Plut.