ἀνεκτέος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀνέχω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀνέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεκτέος:''' adj. verb. к [[ἀνέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεκτέος:''' -ον, ρημ. επίθ. του <i>ἀνέχομαι</i>, αυτός που πρέπει να υποφερθεί, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀνεκτέος:''' -ον, ρημ. επίθ. του <i>ἀνέχομαι</i>, αυτός που πρέπει να υποφερθεί, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεκτέος:''' adj. verb. к [[ἀνέχω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of ἀνέχομαι.]<br />to be borne, Soph.
|mdlsjtxt=verb. adj. of ἀνέχομαι.]<br />to be borne, Soph.
}}
}}

Revision as of 17:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκτέος Medium diacritics: ἀνεκτέος Low diacritics: ανεκτέος Capitals: ΑΝΕΚΤΕΟΣ
Transliteration A: anektéos Transliteration B: anekteos Transliteration C: anekteos Beta Code: a)nekte/os

English (LSJ)

α, ον, to be borne, ἀνεκτέα (sc. ἐστι τάδε) S.OC883; ἀνεκτέα τάδε (restored for ἀνεκτά) Ar.Lys.477: ἀνεκτέον, Clearch.4.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que hay que soportar S.OC 883, Trag.Adesp.382.

German (Pape)

[Seite 221] zu dulden, Soph. O. C. 887.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀνέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεκτέος: adj. verb. к ἀνέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκτέος: -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, δεῖ ἀνέχεσθαι, ἀνεκτέα (ἐνν. ἐστὶ τάδε), ἆρ’ οὐχ ὕβρις τάδ’; ὕβρις, ἀλλ’ ἀνεκτέα Σοφ. Ο. Κ. 883· ἀνεκτέα τάδε (διορθωθὲν ἀντὶ ἀνεκτὰ) Ἀριστοφ. Λυσ. 478.

Greek Monotonic

ἀνεκτέος: -ον, ρημ. επίθ. του ἀνέχομαι, αυτός που πρέπει να υποφερθεί, σε Σοφ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀνέχομαι.]
to be borne, Soph.