ἀντίδουλος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />traité en esclave.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δοῦλος]]. | |btext=ος, ον :<br />traité en esclave.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δοῦλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίδουλος:''' [[заменяющий раба]] Aesch., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντίδουλος:''' -ον, αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀντίδουλος:''' -ον, αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A instead of a slave, neuter plural as adverb, ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα A.Fr.194. II of persons, being as a slave, treated as a slave, Id.Ch.135.
Spanish (DGE)
-ον
tratado como esclavo κἀγὼ μὲν ἀντίδουλος (habla Electra), A.Ch.135
•neutr. adv. ἀντίδουλα en vez de esclavos A.Fr.336b.
German (Pape)
[Seite 251] eines Knechtes Stelle vertretend, Aesch. Ch. 133; frg. 180.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
traité en esclave.
Étymologie: ἀντί, δοῦλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίδουλος: заменяющий раба Aesch., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδουλος: -ον, ὁ ἀντὶ δούλου, οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ὢν ὡς δοῦλος ἢ ὃν μεταχειρίζονται ὡς δοῦλον, ὁ αὐτ. Χο. 135.
Greek Monolingual
ἀντίδουλος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο.
Greek Monotonic
ἀντίδουλος: -ον, αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
treated as a slave, Aesch.