ἀναπετής: Difference between revisions
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναπετής:''' поэт. [[ἀμπετής]] 2 досл. широко раскрытый, перен. рассеявшийся (ὡς [[κόνις]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀναπετής]], -ές (Α) [[ἀναπετάννυμι]]<br />[[ανοιχτός]], [[διάπλατος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀναπετής]], -ές (Α) [[ἀναπέτομαι]]<br />αυτός που [[πετά]], ο ιπτάμενος. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀναπετής]], -ές (Α) [[ἀναπετάννυμι]]<br />[[ανοιχτός]], [[διάπλατος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀναπετής]], -ές (Α) [[ἀναπέτομαι]]<br />αυτός που [[πετά]], ο ιπτάμενος. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, (πετάννυμι) A expanded, wide open, ἀδένες Hp.Gland.9; ὀφθαλμοί Aret.SA1.6. II (πέτομαι), A.Supp.782 (in form ἀμπ-).
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): tb. ἀμπετής Heliod.Ital.
abierto ἀδένες Hp.Gland.9, ὀφθαλμοί Aret.SA 1.7.4, ὄμμα Heliod.l.c.
German (Pape)
[Seite 201] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί
Russian (Dvoretsky)
ἀναπετής: поэт. ἀμπετής 2 досл. широко раскрытый, перен. рассеявшийся (ὡς κόνις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, πολὺ ἀνοικτός, «ὁλάνοικτος», ὀφθαλμοὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· καὶ οὕτως ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 782 ἐν τῷ τύπῳ ἀμπετής.
Greek Monolingual
(I)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπετάννυμι
ανοιχτός, διάπλατος.
(II)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπέτομαι
αυτός που πετά, ο ιπτάμενος.