ἀπεριόριστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht umgrenzt, unbestimmt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht umgrenzt, unbestimmt, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεριόριστος:''' [[неопределенный]] Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπεριόριστος]], -ον)<br />αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο [[δίχως]] [[άκρη]], [[άπειρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ενεργεί ή κινείται [[χωρίς]] περιορισμούς, [[ανεμπόδιστος]], [[ελεύθερος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπεριόριστος]], -ον)<br />αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο [[δίχως]] [[άκρη]], [[άπειρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ενεργεί ή κινείται [[χωρίς]] περιορισμούς, [[ανεμπόδιστος]], [[ελεύθερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεριόριστος:''' [[неопределенный]] Sext.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεριόριστος Medium diacritics: ἀπεριόριστος Low diacritics: απεριόριστος Capitals: ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aperióristos Transliteration B: aperioristos Transliteration C: aperioristos Beta Code: a)perio/ristos

English (LSJ)

ον, A unlimited, infinite, Longin.16.1,44.6, Ph.1.187; ἐπιστήμαις ἀ. undefinable, Iamb.Comm.Math.7. Adv.-τως Gal.7.469. 2 of poems in uniform metre, indefinite in length, Heph.Poëm.6.2.

Spanish (DGE)

-ον
I 1infinito, ilimitado, incircunscrito χωρίον Dion.Alex. en Eus.PE 14.23.2 (= Democr.A 43), πόλεμος Longin.44.6, τὸ πάντα διακριβοῦν ... ἀπεριόριστον Longin.16.1, ζωή Procl.in Cra.111.16, de Dios, sus dones y atributos ἀ. ... πλοῦτον αὑτοῦ Ph.1.187, cf. Corp.Herm.11.18, Basil.M.32.108B, δύναμις Dion.Ar.DN M.3.889D, εἰρήνη Basil.M.30.513B
subst. τὸ ἀ. infinitud Gr.Nyss.Eun.2.378.25.
2 indefinible (τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος) ἐπιστήμαις ἀπεριορίστων Iambl.Comm.Math.7
de poemas que no tiene un número definido de versos, Heph.Poëm.6.2.
II adv. -ως ilimitadamente ἀ. ἔχειν τὴν σύστασιν ἐν πλάτει Gal.7.469, οὐκ ἀ. προλέγει Eus.DE 3.2, cf. Dion.Ar.DN M.3.597A.

German (Pape)

[Seite 288] nicht umgrenzt, unbestimmt, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεριόριστος: неопределенный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριόριστος: -ον, ὁ μὴ περιοριζόμενος, μὴ ἔχων ὡρισμένα ὅρια, ἀόριστος, Λογγῖν. 44, Φίλων 1. 187. ― Ἐπίρρ. -τως Γαλην. 7. 469.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπεριόριστος, -ον)
αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο δίχως άκρη, άπειρος
νεοελλ.
μτφ. αυτός που ενεργεί ή κινείται χωρίς περιορισμούς, ανεμπόδιστος, ελεύθερος.