ἀπορραντήριον: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />vase d'eau lustrale.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορραίνω]]. | |btext=ου (τό) :<br />vase d'eau lustrale.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορραίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπορραντήριον:''' τό культ. кропильница Eur. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπορραντήριον:''' τό ([[ἀπορραίνω]]), [[αγγείο]] που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο [[νερό]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀπορραντήριον:''' τό ([[ἀπορραίνω]]), [[αγγείο]] που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο [[νερό]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:10, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, (ἀπορραίνω)
A a vessel for sprinkling with holy water, E.Ion435, IG1.143, al.
Spanish (DGE)
-ου, τό
aspersorio para el agua sagrada E.Io 435, ἀ. ἀργυρōν IG 13.317.5, 318.13, 319.19, 320.27 (V a.C.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase d'eau lustrale.
Étymologie: ἀπορραίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορραντήριον: τό культ. кропильница Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορραντήριον: τό, (ἀπορραίνω) ἀγγεῖον πρὸς ῥαντισμὸν ἡγιασμένου ὕδατος, Εὐρ. Ἴων 435, Συλλογ. Ἐπιγρ. 137, 10, 141.
Greek Monolingual
ἀπορραντήριον, το (Α)
αγγείο που χρησιμοποιείται για ράντισμα με αγιασμένο νερό.
Greek Monotonic
ἀπορραντήριον: τό (ἀπορραίνω), αγγείο που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο νερό, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἀπορραίνω
a vessel for sprinkling with holy water, Eur.