ἀποπροαιρέω: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>part. ao.2</i> [[ἀποπροελών]];<br />prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[προαιρέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>part. ao.2</i> [[ἀποπροελών]];<br />prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[προαιρέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποπροαιρέω:''' [[брать]] (от чего-л.): σίτου [[ἀποπροελών]] Hom. взяв хлеба. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποπροαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-προεῖλον</i>· [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από, <i>σίτου ἀποπροελθών</i>, έχοντας αφαιρέσει [[μέρος]] του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀποπροαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-προεῖλον</i>· [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από, <i>σίτου ἀποπροελθών</i>, έχοντας αφαιρέσει [[μέρος]] του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[take]] [[away]] from, σίτου [[ἀποπροελών]] having taken [[some]] of the [[bread]], Od. | |mdlsjtxt=<br />to [[take]] [[away]] from, σίτου [[ἀποπροελών]] having taken [[some]] of the [[bread]], Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
take away from, σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι having taken some of the bread to give it away, Od.17.457.
Spanish (DGE)
extraer, coger c. gen. σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι habiendo cogido pan para darlo, Od.17.457.
German (Pape)
[Seite 320] (s. αἱρέω), davon wegnehmen, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι Od. 17, 457.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. ao.2 ἀποπροελών;
prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.
Étymologie: ἀπό, προαιρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπροαιρέω: брать (от чего-л.): σίτου ἀποπροελών Hom. взяв хлеба.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπροαιρέω: ἀφαιρῶ μέρος ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι, ἀποπροτεμών, ἀποκόψας μέρος τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457.
English (Autenrieth)
aor. 2 part. ἀποπροελών: take away from; τινός, Od. 17.457†.
Greek Monotonic
ἀποπροαιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -προεῖλον· αφαιρώ μέρος από, σίτου ἀποπροελθών, έχοντας αφαιρέσει μέρος του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
to take away from, σίτου ἀποπροελών having taken some of the bread, Od.