ἀρκεόντως: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[ἀρκούντως]]. | |btext=<i>c.</i> [[ἀρκούντως]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρκεόντως:''' Plut. = [[ἀρκούντως]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρκεόντως:''' Αττ. συνηρ. [[ἀρκούντως]], επιρρ. μτχ. ενεστ. του [[ἀρκέω]], αρκετά, άφθονα· [[ἀρκούντως]] [[ἔχει]], αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ. | |lsmtext='''ἀρκεόντως:''' Αττ. συνηρ. [[ἀρκούντως]], επιρρ. μτχ. ενεστ. του [[ἀρκέω]], αρκετά, άφθονα· [[ἀρκούντως]] [[ἔχει]], αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀρκέω]]<br />[[enough]], [[abundantly]], [[ἀρκούντως]] [[ἔχει]] 'tis [[enough]], Aesch., Thuc. | |mdlsjtxt=[[ἀρκέω]]<br />[[enough]], [[abundantly]], [[ἀρκούντως]] [[ἔχει]] 'tis [[enough]], Aesch., Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:25, 3 October 2022
English (LSJ)
Att. contr. ἀρκούντως, (ἀρκέω) enough, abundantly, ἀ. ἔχει A.Ch.892, Th.1.22, Hp.Mul.2.162; ἀ. λέγεται Arist.EN1102a27; τοῦ βίον ἀ. ἔχειν Ps.-Hdt.Vit.Hom.7; ἀ. ποδώκης swift enough, X.Eq.3.12.
French (Bailly abrégé)
c. ἀρκούντως.
Russian (Dvoretsky)
ἀρκεόντως: Plut. = ἀρκούντως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκεόντως: Ἀττ. συνῃρ. ἀρκούντως, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἀρκέω, ἀρκετά, ἀφθόνως, ἀρκούντως ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· ἀρκεόντως ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. ποδώκης, ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.
Greek Monolingual
βλ. αρκούντως.
Greek Monotonic
ἀρκεόντως: Αττ. συνηρ. ἀρκούντως, επιρρ. μτχ. ενεστ. του ἀρκέω, αρκετά, άφθονα· ἀρκούντως ἔχει, αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ.
Middle Liddell
ἀρκέω
enough, abundantly, ἀρκούντως ἔχει 'tis enough, Aesch., Thuc.