ἐγκέλευστος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a reçu un ordre, ordonné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκελεύω]].
|btext=ος, ον :<br />qui a reçu un ordre, ordonné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκελεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκέλευστος:''' [[повинующийся]] (действующий по) приказанию, побуждаемый ([[ὑπό]] τινος Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκέλευστος:''' -ον, παροτρυμένος, αυτός που έχει προσταχθεί, αυτός που έχει δεχθεί [[διαταγή]], διατεταγμένος, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐγκέλευστος:''' -ον, παροτρυμένος, αυτός που έχει προσταχθεί, αυτός που έχει δεχθεί [[διαταγή]], διατεταγμένος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκέλευστος:''' [[повинующийся]] (действующий по) приказанию, побуждаемый ([[ὑπό]] τινος Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐγκέλευστος]], ον<br />urged on, bidden, commanded, Xen. [from [[ἐγκελεύω]]
|mdlsjtxt=[[ἐγκέλευστος]], ον<br />urged on, bidden, commanded, Xen. [from [[ἐγκελεύω]]
}}
}}

Revision as of 18:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκέλευστος Medium diacritics: ἐγκέλευστος Low diacritics: εγκέλευστος Capitals: ΕΓΚΕΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: enkéleustos Transliteration B: enkeleustos Transliteration C: egkelefstos Beta Code: e)gke/leustos

English (LSJ)

ον, urged on, ὑπό τινος X.An. 1.3.13.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἐκκ- Synes.Ep.73 (p.132)
1 animado, apremiado, instigado de pers. ἀνίσταντο ... ὑπ' ἐκείνου ἐγκέλευστοι X.An.1.3.13, ὑπὸ Κύρου X.Cyr.5.5.39, cf. D.H.4.12, κατήγορος Synes.l.c.
2 dirigido θρῆνος ἐ. I.BI 2.6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a reçu un ordre, ordonné.
Étymologie: ἐγκελεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκέλευστος: повинующийся (действующий по) приказанию, побуждаемый (ὑπό τινος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέλευστος: -ον, ἐγκελευσθείς, διαταχθείς, «βαλμένος», Ξεν. Ἀν. 1. 3, 13.

Greek Monolingual

ἐγκέλευστος, -ον (Α)
εγκάθετος, διαταγμένος, βαλτός.

Greek Monotonic

ἐγκέλευστος: -ον, παροτρυμένος, αυτός που έχει προσταχθεί, αυτός που έχει δεχθεί διαταγή, διατεταγμένος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐγκέλευστος, ον
urged on, bidden, commanded, Xen. [from ἐγκελεύω