ἐθελοπρόξενος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />proxène volontaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]], [[πρόξενος]].
|btext=ος, ον :<br />proxène volontaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]], [[πρόξενος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐθελοπρόξενος:''' ὁ [[добровольно принимающий на себя обязанности проксена]] Thuc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐθελοπρόξενος:''' -ον, αυτός που εκούσια (από [[μόνος]] του) προσφέρεται για το [[αξίωμα]] του <i>προξένου</i> (βλ. αυτ.), σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐθελοπρόξενος:''' -ον, αυτός που εκούσια (από [[μόνος]] του) προσφέρεται για το [[αξίωμα]] του <i>προξένου</i> (βλ. αυτ.), σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐθελοπρόξενος:''' ὁ [[добровольно принимающий на себя обязанности проксена]] Thuc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐθελο-[[πρόξενος]], ον<br />one who [[voluntarily]] charges [[himself]] with the [[office]] of [[πρόξενος]] ([[quod vide|q.v.]]), Thuc.
|mdlsjtxt=ἐθελο-[[πρόξενος]], ον<br />one who [[voluntarily]] charges [[himself]] with the [[office]] of [[πρόξενος]] ([[quod vide|q.v.]]), Thuc.
}}
}}

Revision as of 18:56, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελοπρόξενος Medium diacritics: ἐθελοπρόξενος Low diacritics: εθελοπρόξενος Capitals: ΕΘΕΛΟΠΡΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: ethelopróxenos Transliteration B: etheloproxenos Transliteration C: etheloproksenos Beta Code: e)qelopro/cenos

English (LSJ)

ον, one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q.v.) to a foreigner or foreign state, Th.3.70.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ próxeno voluntario o espontáneo τῶν Ἀθηναίων tal vez por oposición al hereditario, Th.3.70.

German (Pape)

[Seite 718] der sich selbst zum πρόξενος einer Stadt macht, ohne dazu erwählt u. beauftragt zu sein, Thuc. 3, 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
proxène volontaire.
Étymologie: ἐθέλω, πρόξενος.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελοπρόξενος:добровольно принимающий на себя обязанности проксена Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοπρόξενος: -ον, «ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ γενόμενος (πρόξενος) καὶ μὴ κελευσθεὶς ἐκ τῆς πόλεως· οἱ γὰρ πρόξενοι κελευόμενοι ἐκ τῆς ἑαυτῶν πόλεως ἐγίνοντο» Σουΐδ.· - ἧν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων κτλ. Θουκ. 3. 70.

Greek Monolingual

ἐθελοπρόξενος, ο (Α)
αυτός που γίνεται πρόξενος μόνος του χωρίς να του ζητηθεί από την πόλη την οποία εκπροσωπεί.

Greek Monotonic

ἐθελοπρόξενος: -ον, αυτός που εκούσια (από μόνος του) προσφέρεται για το αξίωμα του προξένου (βλ. αυτ.), σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐθελο-πρόξενος, ον
one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q.v.), Thuc.