ἐκδέκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0756.png Seite 756]] ορος, ὁ, Abnehmer, πόνων, wer einem Andern eine Arbeit abnimmt, Aesch. frg. 180, wo ἀντίδουλα καὶ πόνων ἐκδέκτορα verbunden ist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0756.png Seite 756]] ορος, ὁ, Abnehmer, πόνων, wer einem Andern eine Arbeit abnimmt, Aesch. frg. 180, wo ἀντίδουλα καὶ πόνων ἐκδέκτορα verbunden ist.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδέκτωρ:''' ορος ὁ принимающий на себя, т. е. заместитель ([[ἀντίδουλος]] καὶ πόνων ἐ. Aesch. ap. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκδέκτωρ]] ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται [[κάτι]] από άλλον, διαδέχεται άλλον σ' ένα [[έργο]]<br /><b>2.</b> [[διάδοχος]].
|mltxt=[[ἐκδέκτωρ]] ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται [[κάτι]] από άλλον, διαδέχεται άλλον σ' ένα [[έργο]]<br /><b>2.</b> [[διάδοχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδέκτωρ:''' ορος ὁ принимающий на себя, т. е. заместитель ([[ἀντίδουλος]] καὶ πόνων ἐ. Aesch. ap. Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδέκτωρ Medium diacritics: ἐκδέκτωρ Low diacritics: εκδέκτωρ Capitals: ΕΚΔΕΚΤΩΡ
Transliteration A: ekdéktōr Transliteration B: ekdektōr Transliteration C: ekdektor Beta Code: e)kde/ktwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, A one who takes from another, πόνων one who relieves another's toil, A.Fr.194. 2 successor, τῆς βασιλείας Nic.Dam. p.45 D.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ sucesor τῆς βασιλείας Nic.Dam.60.

German (Pape)

[Seite 756] ορος, ὁ, Abnehmer, πόνων, wer einem Andern eine Arbeit abnimmt, Aesch. frg. 180, wo ἀντίδουλα καὶ πόνων ἐκδέκτορα verbunden ist.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδέκτωρ: ορος ὁ принимающий на себя, т. е. заместитель (ἀντίδουλος καὶ πόνων ἐ. Aesch. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδέκτωρ: -ορος, ὁ, ὁ δεχόμενος παρ’ ἄλλου, ἐκδ. πόνων (ὡς τὸ διάδοχος), ὁ διαδεχόμενος ἕτερον εἴς τι ἔργον, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 194) παρὰ Πλουτ. 98C, Πορφ. π. Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 3. 18· ἀλλ’ ὁ Πλούτ. 2. 964F ἔχει ἀνδέκτωρ.

Greek Monolingual

ἐκδέκτωρ ο (Α)
1. αυτός που δέχεται κάτι από άλλον, διαδέχεται άλλον σ' ένα έργο
2. διάδοχος.