ἐκτρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à faire avorter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτιτρώσκω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à faire avorter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτιτρώσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτρωτικός:''' [[вытравляющий плод]], [[приводящий к выкидышу]] (τῆς βοτάνης [[δύναμις]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐκτρωτικός]], -ή, -όν)<br />Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[έκτρωση]] ή τήν προκαλεί («εκτρωτικά φάρμακα»)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>εκτρωτικώς</i><br />με τρόπο που προκαλεί [[έκτρωση]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐκτρωτικός]], -ή, -όν)<br />Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[έκτρωση]] ή τήν προκαλεί («εκτρωτικά φάρμακα»)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>εκτρωτικώς</i><br />με τρόπο που προκαλεί [[έκτρωση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτρωτικός:''' [[вытравляющий плод]], [[приводящий к выкидышу]] (τῆς βοτάνης [[δύναμις]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρωτικός Medium diacritics: ἐκτρωτικός Low diacritics: εκτρωτικός Capitals: ΕΚΤΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ektrōtikós Transliteration B: ektrōtikos Transliteration C: ektrotikos Beta Code: e)ktrwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, abortive, δύυαμις Plu.2.974d.

Spanish (DGE)

-ή, -όν abortivo, δύναμις del díctamo, Plu.2.974d.

German (Pape)

[Seite 784] ή, όν, die zu frühe Geburt hervorbringend, δύναμις Plut. sol. an. 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à faire avorter.
Étymologie: ἐκτιτρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτρωτικός: вытравляющий плод, приводящий к выкидышу (τῆς βοτάνης δύναμις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρωτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἔκτρωσιν, (τὴν βοτάνην) ἐκτρωτικὴν δύναμιν ἔχουσαν Πλούτ. 2. 974D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐκτρωτικός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έκτρωση ή τήν προκαλεί («εκτρωτικά φάρμακα»)
II. επίρρ. εκτρωτικώς
με τρόπο που προκαλεί έκτρωση.