ἐλεφαντόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à poignée d'ivoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλέφας]], [[κώπη]].
|btext=ος, ον :<br />à poignée d'ivoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλέφας]], [[κώπη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλεφαντόκωπος:''' [[с рукоятью из слоновой кости]] ([[ξίφος]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλεφαντόκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), αυτός που έχει ελεφάντινη [[λαβή]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐλεφαντόκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), αυτός που έχει ελεφάντινη [[λαβή]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλεφαντόκωπος:''' [[с рукоятью из слоновой кости]] ([[ξίφος]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐλεφαντό-κωπος, ον [[κώπη]]<br />[[ivory]]-hilted, Luc.
|mdlsjtxt=ἐλεφαντό-κωπος, ον [[κώπη]]<br />[[ivory]]-hilted, Luc.
}}
}}

Revision as of 19:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεφαντόκωπος Medium diacritics: ἐλεφαντόκωπος Low diacritics: ελεφαντόκωπος Capitals: ΕΛΕΦΑΝΤΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: elephantókōpos Transliteration B: elephantokōpos Transliteration C: elefantokopos Beta Code: e)lefanto/kwpos

English (LSJ)

ον, ivory-hilted, ξιφομάχαιρα Theopomp.Com. 25; ξίφη Luc.Gall. 26.

Spanish (DGE)

-ον
provisto de empuñadura de marfil ξιφομάχαιραι καὶ δόρη Theopomp.Com.26, ξίφη Luc.Gall.26, cf. Longus 4.21.2, μάστιγξ Sch.Ar.Au.1463a.

German (Pape)

[Seite 796] mit elfenbeinernem Griff; Theop. com. Poll. 7, 158; ξίφη Luc. Somn. 26; vgl. Long. 1, 2; Poll. 7, 158.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à poignée d'ivoire.
Étymologie: ἐλέφας, κώπη.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεφαντόκωπος: с рукоятью из слоновой кости (ξίφος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεφαντόκωπος: -ον, ἔχων λαβὴν ἐλεφαντίνην, ἐλεφαντοκώπου ξιφομαχαίρας Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσιν» 2· ξίφη Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 26.

Greek Monolingual

ἐλεφαντόκωπος, -ον (Α)
(για ξίφος) αυτός που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο.

Greek Monotonic

ἐλεφαντόκωπος: -ον (κώπη), αυτός που έχει ελεφάντινη λαβή, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐλεφαντό-κωπος, ον κώπη
ivory-hilted, Luc.