ἐμπολεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />marchand, traficant, acheteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />marchand, traficant, acheteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπολεύς:''' έως ὁ покупатель Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπολεύς:''' -έως, ὁ, [[έμπορος]], [[πραματευτής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐμπολεύς:''' -έως, ὁ, [[έμπορος]], [[πραματευτής]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐμπολεύς]], έως, <i>n</i><br />a [[merchant]], trafficker, Anth. [from [[ἐμπολή]] | |mdlsjtxt=[[ἐμπολεύς]], έως, <i>n</i><br />a [[merchant]], trafficker, Anth. [from [[ἐμπολή]] | ||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 3 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, merchant, trafficker, AP6.304 (Phan.).
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
comprador, cliente με λάβ' εὐάρχαν πρῷον ἐμπολέα AP 6.304 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 816] ὁ, der Einkäufer, Kaufmann, Phani. 7 (VI, 304).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
marchand, traficant, acheteur.
Étymologie: ἐμπολάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπολεύς: έως ὁ покупатель Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολεύς: έως, ὁ, ἔμπορος, πραγματευτής, Ἀνθ. Π. 6. 304.
Greek Monolingual
ἐμπολεύς ο (Α)
έμπορος, πραματευτής (ἔλθ' ἀπὸ πέτρας καί με λάβ' ἐμπολέα», Φανίας, Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐμπολεύς: -έως, ὁ, έμπορος, πραματευτής, σε Ανθ.