ἐξεργασία: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />travail de composition.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />travail de composition.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεργᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[завершение]], [[довершение]] Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> [[разработка]], [[разъяснение]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐξεργασία]]) [[εξεργάζομαι]]<br />[[επεξεργασία]], [[συμπλήρωση]] («τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι' ἡμῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών εξελικτικών φαινομένων κάποιας νοσηρής λειτουργικής ή ανατομικής κατάστασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) φροντισμένη [[διαπραγμάτευση]] ενός θέματος<br /><b>2.</b> [[καλλιέργεια]].
|mltxt=η (AM [[ἐξεργασία]]) [[εξεργάζομαι]]<br />[[επεξεργασία]], [[συμπλήρωση]] («τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι' ἡμῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών εξελικτικών φαινομένων κάποιας νοσηρής λειτουργικής ή ανατομικής κατάστασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) φροντισμένη [[διαπραγμάτευση]] ενός θέματος<br /><b>2.</b> [[καλλιέργεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεργᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[завершение]], [[довершение]] Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> [[разработка]], [[разъяснение]] Plut.
}}
}}

Revision as of 19:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεργᾰσία Medium diacritics: ἐξεργασία Low diacritics: εξεργασία Capitals: ΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: exergasía Transliteration B: exergasia Transliteration C: eksergasia Beta Code: e)cergasi/a

English (LSJ)

ἡ, A working out, completion, Plb.10.45.6. II labour at a thing, ἡ πεπονημένη ἐ. [τῆς γῆς] high state of cultivation, App.BC1.11: abs., ἀκριβὴς καὶ πολλὴ ἐ. Thphr.CP3.1.6: treatment, discussion of a subject by an author, D.H.Isoc.4, Gal.5.664, etc.; ἡ καθ' ἕκαστον ἐ. Plu.2.1004e, cf. Phld.Rh.1.121 S.; ποιητικὴ ἐ. Id.Po.5.1: pl., ib.2.47; ἐ. λογικὴ Iamb.Comm.Math.24.

German (Pape)

[Seite 877] ἡ, Ausarbeitung, Vollendung, Pol. 10, 45, 6; Behandlung in der Rede, D. Hal. de Isocr. 4, 12, oft, u. Plut.; – γῆς, Bestellung des Landes, App. B. Civ. 1, 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
travail de composition.
Étymologie: ἐξεργάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεργᾰσία:
1) завершение, довершение Polyb.;
2) разработка, разъяснение Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεργασία: ἡ, ἐπεξεργασία, συμπλήρωσις, τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι’ ἡμῶν Πολύβ. 10. 45, 6. ΙΙ. τὸ ἐξεργάζεσθαί τι, καλλιεργία, μισθὸν ἅμα τῆς πεπονημένης ἐξεργασίας αὐτάρκη φερομένους Ἀππ. Ἐμφυλ., 1. 11· ἀπολ., ἀκριβὴς καὶ πολλὴ ἐξ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 6: -ἐπὶ ἐπεξεργασίας λόγου, τάξις δὲ καὶ μερισμοὶ τῶν πραγμάτων καὶ ἡ κατ’ ἐπιχείρημα ἐξεργασία... ἀγαθὰ Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 4, κτλ.· ἡ καθ’ ἕκαστον ἐξ. Πλούτ. 2. 1004E.

Greek Monolingual

η (AM ἐξεργασία) εξεργάζομαι
επεξεργασία, συμπλήρωση («τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι' ἡμῶν», Πολ.)
νεοελλ.
το σύνολο τών εξελικτικών φαινομένων κάποιας νοσηρής λειτουργικής ή ανατομικής κατάστασης
αρχ.
1. (για λόγο) φροντισμένη διαπραγμάτευση ενός θέματος
2. καλλιέργεια.