завершение
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
Russian > Greek
θριγκός, κολοφών, κορώνη, παντέλεια, ἐξεργασία, ἀπαρτισμός, ἀποτελεύτησις, ἀπάρτισις, ἀποτέλεσις, ἄνυσις, ἐπιτελείωσις, τελεσιούργημα, τελείωσις, τελέωσις, τελευτή, τελευτά, τελείωμα, προσθήκη, κορυφή, συντέλεια, κεφάλαιον, ἐσχατιά