ἐξανδραποδισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0868.png Seite 868]] ὁ, dasselbe, Pol. 6, 49, 1, öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0868.png Seite 868]] ὁ, dasselbe, Pol. 6, 49, 1, öfter.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανδραποδισμός:''' ὁ Polyb. = [[ἐξανδραπόδισις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ανδραποδισμός]], ο (Α [[ἐξανδραποδισμός]]) [[εξανδραποδίζω]]<br />[[εξανδραπόδιση]].
|mltxt=και [[ανδραποδισμός]], ο (Α [[ἐξανδραποδισμός]]) [[εξανδραποδίζω]]<br />[[εξανδραπόδιση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανδραποδισμός:''' ὁ Polyb. = [[ἐξανδραπόδισις]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανδρᾰποδισμός Medium diacritics: ἐξανδραποδισμός Low diacritics: εξανδραποδισμός Capitals: ΕΞΑΝΔΡΑΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: exandrapodismós Transliteration B: exandrapodismos Transliteration C: eksandrapodismos Beta Code: e)candrapodismo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἐξανδραπόδισις (selling for slaves, selling into slavery), Plb. 6.49.1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 acción de reducir a esclavitud, esclavización ἐπ' ἀνδραποδισμῷ Μεσσηνίοις πόλεμον ἐξήνεγκαν Plb.6.49.1, c. gen. obj. ἐπ' ἐξανδραποδισμῷ καὶ μερισμῷ τῆς Ἁκαρνανίας Plb.9.34.7, cf. 11.5.1, πόλεων ἐξανδραποδισμοὶ καὶ πολιορκίαι Plb.11.19a.1, cf. 15.23.3, γυναικῶν καὶ παίδων Basil.M.30.632A.
2 despojo, saqueo, lat. depeculatio, Gloss.2.43.

German (Pape)

[Seite 868] ὁ, dasselbe, Pol. 6, 49, 1, öfter.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανδραποδισμός: ὁ Polyb. = ἐξανδραπόδισις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανδραποδισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 49, 1.

Greek Monolingual

και ανδραποδισμός, ο (Α ἐξανδραποδισμός) εξανδραποδίζω
εξανδραπόδιση.