ἐπαρχικός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la province, provincial.<br />'''Étymologie:''' [[ἔπαρχος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la province, provincial.<br />'''Étymologie:''' [[ἔπαρχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαρχικός:''' [[областной]], [[провинциальный]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαρχικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην [[επαρχία]], [[επαρχιακός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπαρχικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην [[επαρχία]], [[επαρχιακός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαρχικός:''' [[областной]], [[провинциальный]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 19:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρχικός Medium diacritics: ἐπαρχικός Low diacritics: επαρχικός Capitals: ΕΠΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: eparchikós Transliteration B: eparchikos Transliteration C: eparchikos Beta Code: e)parxiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for an ἔπαρχος, ἐπαρχικὴ ἐξουσία the office of praefectus urbi, D.C.75.14. II ἐπαρχικοί, οἱ, provincials, Plu.Cic.36, IG22.1121.33 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 905] ή, όν, die Provinz betreffend, Plut. Cic. 36; ἐξουσία, die Macht des Präfekten, D. Cass. 75, 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la province, provincial.
Étymologie: ἔπαρχος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρχικός: областной, провинциальный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρχικός: -ή, -όν, ὁ, ἀνήκων εἰς ἔπαρχον, ὁ τοῦ ἐπάρχου, ἐπ. ἐξουσία, τὸ ἀξίωμα τοῦ Praefectus Urbis, Δίων Κάσ. 75. 14. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἐπαρχίαν, ἐπαρχιακός, Πλουτ. Κικ. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 356.

Greek Monolingual

ἐπαρχικός, -ή, -όν (Α) έπαρχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική εξουσία»)
2. αυτός που ζει, κατοικεί στην επαρχία («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπαρχικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην επαρχία, επαρχιακός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπαρχικός, ή, όν
provincial, Plut. [from ἔπαρχος

English (Woodhouse)

of a prefect

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)