ἐπιγναμπτός: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγνάμπτω]]. | |btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγνάμπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιγναμπτός:''' [[изогнутый]], [[витой]] ([[ἕλιξ]] HH). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιγναμπτός:''' -ή, -όν, [[κυρτός]], [[στριφτός]], [[στριφογυριστός]], σε Ύμν. Όμηρ. | |lsmtext='''ἐπιγναμπτός:''' -ή, -όν, [[κυρτός]], [[στριφτός]], [[στριφογυριστός]], σε Ύμν. Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπιγναμπτός]], ή, όν<br />[[curved]], [[twisted]], Hhymn. [from [[ἐπιγνάμπτω]] | |mdlsjtxt=[[ἐπιγναμπτός]], ή, όν<br />[[curved]], [[twisted]], Hhymn. [from [[ἐπιγνάμπτω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, curved, twisted, ἕλικες h.Ven.87.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
recourbé.
Étymologie: ἐπιγνάμπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγναμπτός: изогнутый, витой (ἕλιξ HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, συνεστραμμένος, εἶχε δὲ ἐπιγναμπτὰς ἕλικας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 87.
Greek Monolingual
ἐπιγναμπτός, -ή, -όν (Α) επιγνάμπτω
λυγισμένος, στριφογυρισμένος.
Greek Monotonic
ἐπιγναμπτός: -ή, -όν, κυρτός, στριφτός, στριφογυριστός, σε Ύμν. Όμηρ.
Middle Liddell
ἐπιγναμπτός, ή, όν
curved, twisted, Hhymn. [from ἐπιγνάμπτω