Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιπληκτικός: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0970.png Seite 970]] ή, όν, zum Strafen, Tadeln geneigt; Schol. Soph. Tr. 446; D. L. 4, 63; Clem. Al.; adv., D. Sic. 17, 114.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0970.png Seite 970]] ή, όν, zum Strafen, Tadeln geneigt; Schol. Soph. Tr. 446; D. L. 4, 63; Clem. Al.; adv., D. Sic. 17, 114.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπληκτικός:''' [[склонный к порицанию]], [[придирчивый]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπληκτικός]], -ή, -όν) [[επιπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται για [[επίπληξη]], που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό [[έγγραφο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσουν ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για επικρίσεις, ο [[φιλόνικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπληκτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με [[λόγια]] που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπληκτικός]], -ή, -όν) [[επιπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται για [[επίπληξη]], που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό [[έγγραφο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσουν ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για επικρίσεις, ο [[φιλόνικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπληκτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με [[λόγια]] που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπληκτικός:''' [[склонный к порицанию]], [[придирчивый]] Diog. L.
}}
}}

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπληκτικός Medium diacritics: ἐπιπληκτικός Low diacritics: επιπληκτικός Capitals: ΕΠΙΠΛΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epiplēktikós Transliteration B: epiplēktikos Transliteration C: epipliktikos Beta Code: e)piplhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, given to rebuking, D.L.4.63. Adv. -κῶς D.S. 17.114, Sch.E.Med.967.

German (Pape)

[Seite 970] ή, όν, zum Strafen, Tadeln geneigt; Schol. Soph. Tr. 446; D. L. 4, 63; Clem. Al.; adv., D. Sic. 17, 114.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπληκτικός: склонный к порицанию, придирчивый Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπληκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ἢ ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ ἐπιπλήττῃ, δεινῶς τε ἦν ἐπιπληκτικὸς Διογ. Λ. 4. 63, Κλήμ. Ἀλ. 144. - Ἐπίρρ. -κῶς, γράψαι πρὸς αὐτὴν ἐπιπληκτικῶς Διόδ. 17. 114.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιπληκτικός, -ή, -όν) επιπλήσσω
νεοελλ.
αυτός που λέγεται ή γίνεται για επίπληξη, που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό έγγραφο»)
αρχ.
αυτός που του αρέσουν ή που είναι κατάλληλος για επικρίσεις, ο φιλόνικος.
επίρρ...
επιπληκτικώς και -ά
με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με λόγια που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής.