ἐπιπόδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />attaché aux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πούς]].
|btext=α, ον :<br />attaché aux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπόδιος:''' [[находящийся на ногах]], [[ножной]] (πέδαι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπόδιος:''' -α, -ον ([[πούς]]), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπιπόδιος:''' -α, -ον ([[πούς]]), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπόδιος:''' [[находящийся на ногах]], [[ножной]] (πέδαι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-πόδιος, η, ον [[πούς]]<br />[[upon]] the feet, Soph.
|mdlsjtxt=ἐπι-πόδιος, η, ον [[πούς]]<br />[[upon]] the feet, Soph.
}}
}}

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπόδιος Medium diacritics: ἐπιπόδιος Low diacritics: επιπόδιος Capitals: ΕΠΙΠΟΔΙΟΣ
Transliteration A: epipódios Transliteration B: epipodios Transliteration C: epipodios Beta Code: e)pipo/dios

English (LSJ)

α, ον, upon the feet, S.OT1350 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 971] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
attaché aux pieds.
Étymologie: ἐπί, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπόδιος: находящийся на ногах, ножной (πέδαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ ἐμπόδιος, περιπόδιος, ὄλοιθ’ ὅστις ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.

Greek Monolingual

ἐπιπόδιος, -ον (Α) πους
αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας (δεσμά)», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπιπόδιος: -α, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπι-πόδιος, η, ον πούς
upon the feet, Soph.