ἐπᾶλτο: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(6_1)
 
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2 ion. de</i> [[ἐφάλλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾶλτο:''' ион. 3 л. sing. aor. 2 к [[ἐφάλλομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾶλτο''': (κατὰ Βεκκῆρον ἔπαλτο), ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἐφάλλομαι]], καὶ πρβλ. ἀναπάλλομαι.
|lstext='''ἐπᾶλτο''': (κατὰ Βεκκῆρον ἔπαλτο), ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἐφάλλομαι]], καὶ πρβλ. ἀναπάλλομαι.
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[ἐφάλλομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾶλτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του <i>ἐφ-[[άλλομαι]]</i>· [[αλλά]] ἔπαλτο, Παθ. αόρ. βʹ του [[πάλλω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾶλτο: ион. 3 л. sing. aor. 2 к ἐφάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾶλτο: (κατὰ Βεκκῆρον ἔπαλτο), ἴδε τὸ ῥῆμα ἐφάλλομαι, καὶ πρβλ. ἀναπάλλομαι.

English (Autenrieth)

see ἐφάλλομαι.

Greek Monotonic

ἐπᾶλτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἐφ-άλλομαι· αλλά ἔπαλτο, Παθ. αόρ. βʹ του πάλλω.