ἐποπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui veille à <i>ou</i> sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui veille à <i>ou</i> sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐποπτήρ:''' ῆρος ὁ (на что-л.) взирающий: ἐ. λιτῶν Aesch. внемлющий молитвам; φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες Arst. дозорные, караульные.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐποπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., λέγεται για πολιούχους θεούς, <i>λιτῶν</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐποπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., λέγεται για πολιούχους θεούς, <i>λιτῶν</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐποπτήρ:''' ῆρος ὁ (на что-л.) взирающий: ἐ. λιτῶν Aesch. внемлющий молитвам; φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες Arst. дозорные, караульные.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐποπτήρ]], ῆρος, = [[ἐπόπτης]]<br />of [[tutelary]] gods, λιτῶν Aesch.
|mdlsjtxt=[[ἐποπτήρ]], ῆρος, = [[ἐπόπτης]]<br />of [[tutelary]] gods, λιτῶν Aesch.
}}
}}

Revision as of 19:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποπτήρ Medium diacritics: ἐποπτήρ Low diacritics: εποπτήρ Capitals: ΕΠΟΠΤΗΡ
Transliteration A: epoptḗr Transliteration B: epoptēr Transliteration C: epoptir Beta Code: e)popth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = sq., of tutelary gods, λιτῶν A.Th.640; also ἐ. φρυκτωριῶν Arist.Mu.398a31.

German (Pape)

[Seite 1008] ῆρος, ὁ, = Folgdm, der auf Etwas hinsieht, es berücksichtigt, λιτῶν Aesch. Spt. 622; φρυκτωριῶν, Arist. mund. 5.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui veille à ou sur, gén..
Étymologie: ἐπόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐποπτήρ: ῆρος ὁ (на что-л.) взирающий: ἐ. λιτῶν Aesch. внемлющий молитвам; φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες Arst. дозорные, караульные.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποπτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ προστατῶν θεῶν, λιτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 640: ― ὡσαύτως, ἐπ. φρυκτωριῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 11.

Greek Monolingual

ἐποπτήρ, ὁ (Α)
αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», Αισχύλ.
β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτήρ «επιβλέπων» (< όπωπα «βλέπω»)].

Greek Monotonic

ἐποπτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., λέγεται για πολιούχους θεούς, λιτῶν, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐποπτήρ, ῆρος, = ἐπόπτης
of tutelary gods, λιτῶν Aesch.