ἠχώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] ες, schallend, tönend, hallend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] ες, schallend, tönend, hallend, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠχώδης:''' [[звучный]], [[дающий отголосок]]: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠχώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για το εξάμετρο) [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί ήχο, [[βόμβο]] στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο<br /><b>3.</b> αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη [[αντίληψη]] του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> ([[πρβλ]]. [[δυσώδης]], [[ευώδης]])].
|mltxt=[[ἠχώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για το εξάμετρο) [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί ήχο, [[βόμβο]] στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο<br /><b>3.</b> αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη [[αντίληψη]] του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> ([[πρβλ]]. [[δυσώδης]], [[ευώδης]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠχώδης:''' [[звучный]], [[дающий отголосок]]: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи.
}}
}}

Revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχώδης Medium diacritics: ἠχώδης Low diacritics: ηχώδης Capitals: ΗΧΩΔΗΣ
Transliteration A: ēchṓdēs Transliteration B: ēchōdēs Transliteration C: ichodis Beta Code: h)xw/dhs

English (LSJ)

ες, A sonorous, of the hexameter, Demetr.Eloc.42. 2 neut. pl. as substantive, ringing in the ears, Hp.Coac.163. 3 full of sounds, τῆς ἡμέρας -εστέρα ἡ νύξ Plu.2.720c; τὸ τῆς νυκτὸς ἠ. Id.Arat.22.

German (Pape)

[Seite 1180] ες, schallend, tönend, hallend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἠχώδης: звучный, дающий отголосок: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχώδης: -ες, (εἶδος) ἠχῶν, ἠχηρός, ἐπὶ τοῦ ἑξαμέτρου, Δημ. Φαλ. 42. 2) προξενῶν βόμβον εἰς τὰ ὦτα, Ἱππ. 145C.

Greek Monolingual

ἠχώδης, -ες (Α)
1. (για το εξάμετρο) ηχηρός
2. αυτός που προξενεί ήχο, βόμβο στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο
3. αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη αντίληψη του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ωδης (πρβλ. δυσώδης, ευώδης)].