ἔξεσις: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />répudiation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξίημι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />répudiation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξίημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξεσις:''' εως, ион. ιος ἡ [[ἐξίημι]] отсылка, изгнание: ἔ. τῆς γυναικός Her. развод с женой.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔξεσις:''' -εως, ἡ ([[ἐξίημι]]), [[απόρριψη]], [[αποπομπή]], [[διαζύγιο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἔξεσις:''' -εως, ἡ ([[ἐξίημι]]), [[απόρριψη]], [[αποπομπή]], [[διαζύγιο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξεσις:''' εως, ион. ιος ἡ [[ἐξίημι]] отсылка, изгнание: ἔ. τῆς γυναικός Her. развод с женой.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔξεσις]], εως [[ἐξίημι]]<br />a dismissal, divorce, Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἔξεσις]], εως [[ἐξίημι]]<br />a dismissal, divorce, Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:23, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξεσις Medium diacritics: ἔξεσις Low diacritics: έξεσις Capitals: ΕΞΕΣΙΣ
Transliteration A: éxesis Transliteration B: exesis Transliteration C: eksesis Beta Code: e)/cesis

English (LSJ)

εως, ἡ, dismissal, divorce, γυναικός Hdt.5.40.

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, dasselbe, γυναικός, Ehescheidung, Her. 5, 40.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
répudiation.
Étymologie: ἐξίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἔξεσις: εως, ион. ιος ἡ ἐξίημι отсылка, изгнание: ἔ. τῆς γυναικός Her. развод с женой.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξεσις: -εως, ἡ, ἀπόπεμψις γυναικός, ἤτοι διαζύγιον, Ἡρόδ. 5. 40.

Greek Monolingual

ἔξεσις, η (Α)
αποπομπή γυναίκας, διαζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + έσις (< ίημι)].

Greek Monotonic

ἔξεσις: -εως, ἡ (ἐξίημι), απόρριψη, αποπομπή, διαζύγιο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἔξεσις, εως ἐξίημι
a dismissal, divorce, Hdt.