ἰθύθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux droits, <i>càd</i> non crépus.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[θρίξ]].
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux droits, <i>càd</i> non crépus.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[θρίξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθύθριξ:''' τρῐχος adj. с гладкими или с прямыми волосами (Αἰθίοπες Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰθύθριξ:''' [ῑ], -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ίσια μαλλιά, αντίθ. προς το [[οὐλόθριξ]] (= αυτός που έχει σγουρά μαλλιά), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἰθύθριξ:''' [ῑ], -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ίσια μαλλιά, αντίθ. προς το [[οὐλόθριξ]] (= αυτός που έχει σγουρά μαλλιά), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθύθριξ:''' τρῐχος adj. с гладкими или с прямыми волосами (Αἰθίοπες Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰ¯θύ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,<br />[[straight]]-haired, opp. to [[οὐλόθριξ]] (wooly-haired), Hdt.
|mdlsjtxt=ἰ¯θύ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,<br />[[straight]]-haired, opp. to [[οὐλόθριξ]] (wooly-haired), Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθύθριξ Medium diacritics: ἰθύθριξ Low diacritics: ιθύθριξ Capitals: ΙΘΥΘΡΙΞ
Transliteration A: ithýthrix Transliteration B: ithythrix Transliteration C: ithythriks Beta Code: i)qu/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, straight-haired, opp. οὐλόθριξ (woollyhaired), Hdt. 7.70, Hp. Epid. 1.19.

German (Pape)

[Seite 1245] τριχος, mit geradem, schlichtem Haare; Her. 7, 70; Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ύτριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux droits, càd non crépus.
Étymologie: ἰθύς, θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθύθριξ: τρῐχος adj. с гладкими или с прямыми волосами (Αἰθίοπες Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύθριξ: ῑθ, τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας εὐθείας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ (ἔχων «σγουρὰ μαλλιά»), Ἡρόδ. 7. 70, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955.

Greek Monolingual

ἰθύθριξ, -ύτριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ίσιες τρίχες, ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + θριξ «τρίχα»].

Greek Monotonic

ἰθύθριξ: [ῑ], -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ίσια μαλλιά, αντίθ. προς το οὐλόθριξ (= αυτός που έχει σγουρά μαλλιά), σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἰ¯θύ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
straight-haired, opp. to οὐλόθριξ (wooly-haired), Hdt.