ὀλίγιστος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>Sp. de</i> [[ὀλίγος]].
|btext=<i>Sp. de</i> [[ὀλίγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλίγιστος:''' superl. к [[ὀλίγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλίγιστος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[ὀλίγος]] (βλ. [[ὀλίγος]] V).
|lsmtext='''ὀλίγιστος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[ὀλίγος]] (βλ. [[ὀλίγος]] V).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλίγιστος:''' superl. к [[ὀλίγος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀλίγιστος]], η, ον [irreg. Sup. of [[ὀλίγος]] [v. [[ὀλίγος]] VI]
|mdlsjtxt=[[ὀλίγιστος]], η, ον [irreg. Sup. of [[ὀλίγος]] [v. [[ὀλίγος]] VI]
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγιστος Medium diacritics: ὀλίγιστος Low diacritics: ολίγιστος Capitals: ΟΛΙΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: olígistos Transliteration B: oligistos Transliteration C: oligistos Beta Code: o)li/gistos

English (LSJ)

v. ὀλίγος.

German (Pape)

[Seite 320] superl. zu ὀλίγος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

Sp. de ὀλίγος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλίγιστος: superl. к ὀλίγος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίγιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ ὀλίγος, (ἴδε ὀλίγος VI).

English (Autenrieth)

see ὀλίγος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλίγιστος, -ίστη, -ον)
(υπερθ. του ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].

Greek Monotonic

ὀλίγιστος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του ὀλίγος (βλ. ὀλίγος V).

Middle Liddell

ὀλίγιστος, η, ον [irreg. Sup. of ὀλίγος [v. ὀλίγος VI]