ὀνομακλυτός: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />au nom célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνομα]], [[κλυτός]].
|btext=ή, όν :<br />au nom célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνομα]], [[κλυτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομᾰκλῠτός:''' или [[ὀνομάκλυτος]] 2 со славным именем, знаменитый ([[γέρων]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομακλῠτός:''' -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀνομακλῠτός:''' -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομᾰκλῠτός:''' или [[ὀνομάκλυτος]] 2 со славным именем, знаменитый ([[γέρων]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀνομα-κλῠτός, όν<br />of [[famous]] [[name]], Il.
|mdlsjtxt=ὀνομα-κλῠτός, όν<br />of [[famous]] [[name]], Il.
}}
}}

Revision as of 21:36, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 349] mit berühmtem Namen, berühmt; Il. 22, 51; Ibyc. 12, nach Emend.; Pind. frg. 279; in ion. Form οὐνομακλυτός, Simonds de mul. 87.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
au nom célèbre.
Étymologie: ὄνομα, κλυτός.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομᾰκλῠτός: или ὀνομάκλυτος 2 со славным именем, знаменитый (γέρων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομακλῠτός: -όν, ὁ ἔχων ἔνδοξον ὄνομα, Ἰλ. Χ. 51 (ἔνθα ὁ Heyne διῃρημένως: ὄνομα κλυτός), Ἴβυκ. 9, Πινδ. Ἀποσπ. 279. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ δοξάζων, δόξαν παρέχων, Σιμμ. ἐν Brunck’s Anal. 2, σ. 525.

Greek Monolingual

ὀνομάκλυτος, -ον, θηλ. και -α (Α)
(ποιητ. τ.)
1. περιώνυμος, ξακουστός
2. αυτός που παρέχει δόξα σε κάποιον, που καθιστά κάποιον ξακουστό, περίφημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα + κλυτός (< κλύω «ακούω, προσέχω»)].

Greek Monotonic

ὀνομακλῠτός: -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὀνομα-κλῠτός, όν
of famous name, Il.