ὀρείτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />montagnard.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />montagnard.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρείτης:''' ου ὁ горный житель, горец Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρείτης:''' -ου, ὁ ([[ὄρος]]), [[κάτοικος]] των βουνών, σε Πολύβ.
|lsmtext='''ὀρείτης:''' -ου, ὁ ([[ὄρος]]), [[κάτοικος]] των βουνών, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρείτης:''' ου ὁ горный житель, горец Polyb.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρείτης]], ου, ὁ, [[ὄρος]]<br />a mountaineer, Polyb.
|mdlsjtxt=[[ὀρείτης]], ου, ὁ, [[ὄρος]]<br />a mountaineer, Polyb.
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρείτης Medium diacritics: ὀρείτης Low diacritics: ορείτης Capitals: ΟΡΕΙΤΗΣ
Transliteration A: oreítēs Transliteration B: oreitēs Transliteration C: oreitis Beta Code: o)rei/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὄρος) name of a stone, Orph.L.362,457. 2 a kind of hawk. Ael.NA2.43.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, Bergbewohner; Orph. Lith. 356; Tzetz.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
montagnard.
Étymologie: ὄρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρείτης: ου ὁ горный житель, горец Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρείτης: -ου, ὁ, (ὄρος) ὀρεινός, κάτοικος τῶν ὀρέων, Πολύβ. 3. 33, 9, Ὀρφ. Λιθ. 356· - θηλ. ὀρεῖτις, -ιδος, μνημονεύεται ἐξ ἐπιγραφ., ἀλλ’ ἴδε Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3477.

Greek Monolingual

ὀρείτης, ὁ, (θηλ. ὀρεῑτις, -ίτιδος (Α)
1. ο κάτοικος τών ορέων, ορεσίβιος, βουνήσιος
2. ονομασία ενός λίθου
3. είδος γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- του ὄρος (II) (πρβλ. ορει-βάτης) + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

ὀρείτης: -ου, ὁ (ὄρος), κάτοικος των βουνών, σε Πολύβ.

Middle Liddell

ὀρείτης, ου, ὁ, ὄρος
a mountaineer, Polyb.