ὀρνιθεία: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0383.png Seite 383]] ἡ, der Vogelsang. – Auch die Beobachtung des Fluges u. der Stimmen der Vögel, um daraus zu weissagen, Pol. 6, 26, 4 Plut. Lycurg. 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0383.png Seite 383]] ἡ, der Vogelsang. – Auch die Beobachtung des Fluges u. der Stimmen der Vögel, um daraus zu weissagen, Pol. 6, 26, 4 Plut. Lycurg. 18. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρνῑθεία:''' ἡ [[гадание по полету и крикам вещих птиц]], [[птицегадание]] Polyb., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρνιθεία]], ἡ (Α) [[ορνιθεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών με σκοπό τη [[συναγωγή]] προβλέψεων για το [[μέλλον]], [[ορνεοσκοπία]]<br /><b>2.</b> η [[τέχνη]] του κυνηγιού πτηνών. | |mltxt=[[ὀρνιθεία]], ἡ (Α) [[ορνιθεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών με σκοπό τη [[συναγωγή]] προβλέψεων για το [[μέλλον]], [[ορνεοσκοπία]]<br /><b>2.</b> η [[τέχνη]] του κυνηγιού πτηνών. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A observation of the flight or cries of birds for divination, = Lat. auspicium, Plb.6.26.4. 2 = ὀρνιθευτική, Poll.7.139.
German (Pape)
[Seite 383] ἡ, der Vogelsang. – Auch die Beobachtung des Fluges u. der Stimmen der Vögel, um daraus zu weissagen, Pol. 6, 26, 4 Plut. Lycurg. 18.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθεία: ἡ гадание по полету и крикам вещих птиц, птицегадание Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθεία: ἡ, (ὀρνιθεύομαι) παρατήρησις, ἐπισκόπησις τῆς πτήσεως ἢ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν πρὸς μαντείαν, Πολύβ. 6. 26, 4.
Greek Monolingual
ὀρνιθεία, ἡ (Α) ορνιθεύομαι
1. παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών με σκοπό τη συναγωγή προβλέψεων για το μέλλον, ορνεοσκοπία
2. η τέχνη του κυνηγιού πτηνών.