ὀρεσσιβάτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><i>c.</i> [[ὀρειβάτης]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><i>c.</i> [[ὀρειβάτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεσσῐβάτης:''' ου, дор. ᾱ (βᾰ) adj. m Soph., Anth. = [[ὀρειβάτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεσσῐβάτης:''' ὁ, ποιητ. αντί [[ὀρεσιβάτης]], αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὀρεσσῐβάτης:''' ὁ, ποιητ. αντί [[ὀρεσιβάτης]], αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεσσῐβάτης:''' ου, дор. ᾱ (βᾰ) adj. m Soph., Anth. = [[ὀρειβάτης]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρεσσῐ-[[βάτης]], ου, ὁ, [poetic for [[ὀρεσιβάτης]]<br />[[mountain]] [[roaming]], Soph.
|mdlsjtxt=ὀρεσσῐ-[[βάτης]], ου, ὁ, [poetic for [[ὀρεσιβάτης]]<br />[[mountain]] [[roaming]], Soph.
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεσσῐβάτης Medium diacritics: ὀρεσσιβάτης Low diacritics: ορεσσιβάτης Capitals: ΟΡΕΣΣΙΒΑΤΗΣ
Transliteration A: oressibátēs Transliteration B: oressibatēs Transliteration C: oressivatis Beta Code: o)ressiba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, poet. for ὀρεσιβάτης, mountain-roaming, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Dor. gen.) S.OT 1100 (lyr.), cf. Ant.350 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, = ὀρειβάτης; Πάν, Soph. O. R. 1100; θήρ, Ant. 349; ταρσός, Agath. 92 (VII, 578).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
c. ὀρειβάτης.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεσσῐβάτης: ου, дор. ᾱ (βᾰ) adj. m Soph., Anth. = ὀρειβάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρεσιβάτης, ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη περιφερόμενος, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Δωρικ. γεν.) Σοφ. Ο. Τ. 1100, πρβλ. Ἀντ. 350.

Greek Monolingual

ὀρεσσιβάτης, ὁ (Α)
βλ. ορειβάτης.

Greek Monotonic

ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. αντί ὀρεσιβάτης, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὀρεσσῐ-βάτης, ου, ὁ, [poetic for ὀρεσιβάτης
mountain roaming, Soph.