ὀνησιφόρος: Difference between revisions
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui procure un avantage, utile.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνησις]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui procure un avantage, utile.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνησις]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνησῐφόρος:''' [[приносящий пользу]], [[полезный]] Plut., Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνησιφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που συμφέρει<br /><b>3.</b> [[διδακτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀνησιφόρως</i> (Α)<br />με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνησις]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | |mltxt=[[ὀνησιφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που συμφέρει<br /><b>3.</b> [[διδακτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀνησιφόρως</i> (Α)<br />με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνησις]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:42, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, bringing advantage, beneficial, Hp.Praec.14, Alex. 195.5, Com.Adesp.109.11, Agatharch.99, Ruf. ap. Orib.8.24.34, Ptol. Tetr.157; remunerative, ὕμνοι Phld.Rh.1.219 S.; μαθήματα Luc.Vit. Auct.26. Adv. -ρως Plu.2.71d.
German (Pape)
[Seite 347] Nutzen bringend; S. Emp. adv. gramm. 275; in einem Wortspiele von Alexis bei Ath. VII, 287 f auch mit ὄνος zusammengebracht.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui procure un avantage, utile.
Étymologie: ὄνησις, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ὀνησῐφόρος: приносящий пользу, полезный Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνησῐφόρος: -ον, ὁ φέρων κέρδος, ὠφέλειαν, Ἱππ. 28. 50, Ἄλεξις ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4, κτλ. ― Ἐπίρρ. -ρως, Πλούτ. 2. 71D.
Greek Monolingual
ὀνησιφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον
2. αυτός που συμφέρει
3. διδακτικός.
επίρρ...
ὀνησιφόρως (Α)
με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνησις + -φόρος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.