ὀρνίθειος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />d'oiseau ; <i>particul.</i> de poule, de poulet ; de volaille <i>en gén.</i> : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />d'oiseau ; <i>particul.</i> de poule, de poulet ; de volaille <i>en gén.</i> : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρνίθειος:''' 3, [[реже]] 2 (νῑ) [[птичий]] ([[κρέα]] Arph., Xen.; [[οἰκίσκος]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρνίθειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που προέρχεται από ή ανήκει σε πουλί, <i>ὀρνίθεια</i> (ενν. [[κρέα]]), [[κρέας]] πουλιού, [[πουλερικό]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀρνίθειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που προέρχεται από ή ανήκει σε πουλί, <i>ὀρνίθεια</i> (ενν. [[κρέα]]), [[κρέας]] πουλιού, [[πουλερικό]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον, Ar.Av.865 :—
A of a bird or belonging to a bird, οἰκίσκος bird-cage, Id.Fr.405; κρέα ὀρνίθειον = fowl's flesh, chicken, Id.Ra.510,Nu.339, X.An.4.5.31, Arist.EN1141b20: abs., ὀρνίθεια, τά, Ar.Av.1590, Pherecr.45; ὀρνίθειος ζωμός = chicken soup, Hegesand.15; ᾠὰ ὀρνίθεα = hen's eggs, PCair.Zen.266 (iii B. C.).
II sg. ὀρνιθεῖον, τό, haunt of birds, Phryn.PSp.94 B. [In Arat.274 ὀρνιθέης (trisyll.) κεφαλῆς.]
German (Pape)
[Seite 383] zum Vogel gehörig; κρέα, Vogel-, Hühnerfleisch, Ar. Nubb. 338 Ran. 511, wie Xen. An. 4, 5, 31; Arist. eth. 6, 7; Ath. oft, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
d'oiseau ; particul. de poule, de poulet ; de volaille en gén. : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.
Étymologie: ὄρνις.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνίθειος: 3, реже 2 (νῑ) птичий (κρέα Arph., Xen.; οἰκίσκος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνίθειος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 865· - ὁ ἀνήκων εἰς πτηνόν, ὀρν. οἰκίσκος, κλωβίον πτηνοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 538 κρέα ὀρνίθεια, ὀρνιθίου κρέας, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 510, Νεφ. 338, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 31· ἀπολ., ὀρνίθεια, τά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1590, Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1. ΙΙ. ὀρνιθεῖον, τό, μέρος ἢ τόπος συχναζόμενος ὑπὸ πτηνῶν, Α. Β. 54. - Ἐσφαλμένως φέρεται ὀρνίθιος, Ἀθήν. 341Α, Πολυδ. Ι΄, 160. [Παρὰ τῷ Ἀράτ. 274 ὀρνιθέη κεφαλή, δέον νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλ.].
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὀρνίθειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος) ὄρνις, -ιθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρνιθα ή αυτός που προέρχεται από όρνιθα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνίθεια
το κρέας πτηνού.
Greek Monotonic
ὀρνίθειος: -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που προέρχεται από ή ανήκει σε πουλί, ὀρνίθεια (ενν. κρέα), κρέας πουλιού, πουλερικό, σε Αριστοφ.