ὀνομακλήδην: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en désignant par son nom.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνομα]], [[καλέω]], -δην.
|btext=<i>adv.</i><br />en désignant par son nom.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνομα]], [[καλέω]], -δην.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομακλήδην:''' adv. по именам, поименно (ὀνομάζειν Δαναῶν ἀρίστους Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομακλήδην:''' επίρρ. ([[καλέω]]), [[καλώ]] ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. [[nominatim]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὀνομακλήδην:''' επίρρ. ([[καλέω]]), [[καλώ]] ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. [[nominatim]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομακλήδην:''' adv. по именам, поименно (ὀνομάζειν Δαναῶν ἀρίστους Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλέω]]<br />[[calling]] by [[name]], by [[name]], Lat. [[nominatim]], Od.
|mdlsjtxt=[[καλέω]]<br />[[calling]] by [[name]], by [[name]], Lat. [[nominatim]], Od.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομακλήδην Medium diacritics: ὀνομακλήδην Low diacritics: ονομακλήδην Capitals: ΟΝΟΜΑΚΛΗΔΗΝ
Transliteration A: onomaklḗdēn Transliteration B: onomaklēdēn Transliteration C: onomaklidin Beta Code: o)nomaklh/dhn

English (LSJ)

Adv., (καλέω) calling by name, by name, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Od.4.278, v. ἐξονομακλήδην.

German (Pape)

[Seite 349] mit Nennung des Namens, ὀνομάζειν, beim Namen rufen, Od. 4, 278.

French (Bailly abrégé)

adv.
en désignant par son nom.
Étymologie: ὄνομα, καλέω, -δην.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομακλήδην: adv. по именам, поименно (ὀνομάζειν Δαναῶν ἀρίστους Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομακλήδην: Ἐπίρρ. (καλέω) ὀνομαστί, κατ’ ὄνομα, ὀνομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ὀδ. Δ. 278· πρβλ. ἐξονομακλήδην.

English (Autenrieth)

adv., calling the name, by name.

Greek Monolingual

ὀνομακλήδην (Α)
(επικ. τ.) επίρρ. κατ' όνομα, ονομαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὄνομα καλεῖν].

Greek Monotonic

ὀνομακλήδην: επίρρ. (καλέω), καλώ ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. nominatim, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

καλέω
calling by name, by name, Lat. nominatim, Od.