ὑλακτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui aboie facilement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλακτέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui aboie facilement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλακτέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑλακτικός:''' (ῠ) беспрестанно лающий, брехливый ([[κύων]] Arst., перен. Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑλακτῶ]]<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στο [[γάβγισμα]] ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών κυνικών φιλοσόφων. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑλακτῶ]]<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στο [[γάβγισμα]] ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών κυνικών φιλοσόφων. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:58, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, disposed to bark, Arist.Phgn.807a19, Luc. Bis Acc.33; ζῷον Ph.1.352.
German (Pape)
[Seite 1176] bellend, zum Bellen geneigt; Luc. bis acc. 33; Erkl. von ὑλακόμωρος in Schol.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aboie facilement.
Étymologie: ὑλακτέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑλακτικός: (ῠ) беспрестанно лающий, брехливый (κύων Arst., перен. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑλακτικός: [ῠ], ή, όν, διατεθειμένος νὰ ὑλακτῇ, ὁ ἀγαπῶν νὰ γαυγύζῃ, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 15, Λουκ. Δὶς κατηγ. 33.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑλακτῶ
1. επιρρεπής στο γάβγισμα ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς
2. μτφ. χαρακτηρισμός τών κυνικών φιλοσόφων.