ὑποξύριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />placé sous le rasoir.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξυρόν]].
|btext=ος, ον :<br />placé sous le rasoir.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξυρόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποξύριος:''' (ξῠ) кладущийся под бритву, т. е. (предполож.) служащий для вытирания бритвы (πετάσου [[φάρσος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποξύριος:''' [ῠ], -α, -ον ([[ξυρόν]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[ξυράφι]], ξυριστική [[λεπίδα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑποξύριος:''' [ῠ], -α, -ον ([[ξυρόν]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[ξυράφι]], ξυριστική [[λεπίδα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποξύριος:''' (ξῠ) кладущийся под бритву, т. е. (предполож.) служащий для вытирания бритвы (πετάσου [[φάρσος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑ˘πο-ξύριος, η, ον [[ξυρόν]]<br />under the [[rasor]], Anth.
|mdlsjtxt=ὑ˘πο-ξύριος, η, ον [[ξυρόν]]<br />under the [[rasor]], Anth.
}}
}}

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποξῠριος Medium diacritics: ὑποξύριος Low diacritics: υποξύριος Capitals: ΥΠΟΞΥΡΙΟΣ
Transliteration A: hypoxýrios Transliteration B: hypoxyrios Transliteration C: ypoksyrios Beta Code: u(pocu/rios

English (LSJ)

α, ον, on which shears or razors are rubbed, AP6.307 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1227] unter dem Scheermesser, φάρσος πετάσου Phani. 6 (VI, 307).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
placé sous le rasoir.
Étymologie: ὑπό, ξυρόν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποξύριος: (ξῠ) кладущийся под бритву, т. е. (предполож.) служащий для вытирания бритвы (πετάσου φάρσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποξύριος: [ῡ], -α, -ον, ὁ ὑπὸ τὸ ξυράφιον ὤν, Ἀνθ. Π. 6. 307.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το ξυράφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. ὑπὸ ξυρῷ + κατάλ. -ιος].

Greek Monotonic

ὑποξύριος: [ῠ], -α, -ον (ξυρόν), αυτός που βρίσκεται κάτω από ξυράφι, ξυριστική λεπίδα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑ˘πο-ξύριος, η, ον ξυρόν
under the rasor, Anth.