ὑπόλημμα: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l'on conçoit, pensée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολαμβάνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l'on conçoit, pensée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόλημμα:''' ατος τό мнение Plat., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήμματος, το / [[ὑπόλημμα]], ΝΑ [[ὑπολαμβάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στη [[λεξικογραφία]]) δευτερεύον [[λήμμα]], που υπάγεται στο κύριο [[λήμμα]], στον κύριο τύπο μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που συλλαμβάνεται στην [[κοιλιά]] ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, [[κύημα]].
|mltxt=-ήμματος, το / [[ὑπόλημμα]], ΝΑ [[ὑπολαμβάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στη [[λεξικογραφία]]) δευτερεύον [[λήμμα]], που υπάγεται στο κύριο [[λήμμα]], στον κύριο τύπο μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που συλλαμβάνεται στην [[κοιλιά]] ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, [[κύημα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόλημμα:''' ατος τό мнение Plat., Plut.
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλημμα Medium diacritics: ὑπόλημμα Low diacritics: υπόλημμα Capitals: ΥΠΟΛΗΜΜΑ
Transliteration A: hypólēmma Transliteration B: hypolēmma Transliteration C: ypolimma Beta Code: u(po/lhmma

English (LSJ)

ατος, τό, supposition, Pl.Def.413b.

German (Pape)

[Seite 1223] τό, das Aufgenommene; – die Empfängniß; – die Meinung, Plat. detin. 413 b; Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce que l'on conçoit, pensée.
Étymologie: ὑπολαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλημμα: ατος τό мнение Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλημμα: τό, τὸ ὑποληφθέν, δηλ. συλληφθέν, εἴτε ἐν διανοίᾳ εἴτε ἐν γαστρί, Πλάτ. Ὅροι 413Β, Πλούτ. 2. 164F.

Greek Monolingual

-ήμματος, το / ὑπόλημμα, ΝΑ ὑπολαμβάνω
νεοελλ.
(στη λεξικογραφία) δευτερεύον λήμμα, που υπάγεται στο κύριο λήμμα, στον κύριο τύπο μιας λέξης
αρχ.
αυτό που συλλαμβάνεται στην κοιλιά ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, κύημα.