ὑπερβριθής: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /> | |btext=ής, ές :<br />d'un poids excessif.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βρῖθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:40, 4 October 2022
English (LSJ)
ές, = ὑπερβαρής, ἄχθος S.Aj.951.
German (Pape)
[Seite 1193] ές, poet. = ὑπερβαρής, überlastet, überschwer, Soph. Ai. 931, ἄχθος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'un poids excessif.
Étymologie: ὑπέρ, βρῖθος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβρῑθής: непомерно тяжелый (ἄχθος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβρῑθής: -ές, γεν. έος, = ὑπερβαρής, Σοφ. Αἴ. 951.
Greek Monolingual
-ές, Α
βαρυφορτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. ἐπι-βριθής].
Greek Monotonic
ὑπερβρῑθής: -ές (βρῖθος), γεν. -έος, = ὑπερβαρής, σε Σοφ.