κελευστός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br />qui reçoit un ordre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κελεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qui reçoit un ordre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κελεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κελευστός''': -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.
|elnltext=κελευστός --όν [κελεύω] bevolen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''κελευστός:''' -ή, -όν ([[κελεύω]]), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.
|lsmtext='''κελευστός:''' -ή, -όν ([[κελεύω]]), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κελευστός --όν [κελεύω] bevolen.
|lstext='''κελευστός''': -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κελεύω]]<br />[[ordered]], commanded, Luc.
|mdlsjtxt=[[κελεύω]]<br />[[ordered]], commanded, Luc.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευστός Medium diacritics: κελευστός Low diacritics: κελευστός Capitals: ΚΕΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: keleustós Transliteration B: keleustos Transliteration C: kelefstos Beta Code: keleusto/s

English (LSJ)

ή, όν, ordered, commanded, Luc.Vit.Auct.8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui reçoit un ordre.
Étymologie: adj. verb. de κελεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευστός -ή -όν [κελεύω] bevolen.

Greek Monolingual

κελευστός, -ή, -όν (Α) κελεύω
αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' ἑκούσιος», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κελευστός: -ή, -όν (κελεύω), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κελευστός: -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.

Middle Liddell

κελεύω
ordered, commanded, Luc.