ισοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(18)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοπληθής]], -ές)<br />[[ίσος]] ως [[προς]] τον αριθμό, ως [[προς]] το [[ποσόν]] με άλλον, [[ισάριθμος]] («καὶ οἱ ἱππεῑς [[ἦσαν]] [[ἑκατέρωθεν]] ἰσοπληθεῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισομεγέθης]], αυτός που έχει ίσο [[μέγεθος]] με [[κάτι]] («ἰσοπληθεῑς θαλάσσῃ ποταμοί», <b>[[Πολυδ]].</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοπληθώς</i> (Α ἰσοπληθῶς)<br />με ισοπληθή τρόπο, ισάριθμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απειρο</i>-<i>πληθής</i>, <i>χειρο</i>-<i>πληθής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοπληθής]], -ές)<br />[[ίσος]] ως [[προς]] τον αριθμό, ως [[προς]] το [[ποσόν]] με άλλον, [[ισάριθμος]] («καὶ οἱ ἱππεῖς [[ἦσαν]] [[ἑκατέρωθεν]] ἰσοπληθεῖς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισομεγέθης]], αυτός που έχει ίσο [[μέγεθος]] με [[κάτι]] («ἰσοπληθεῖς θαλάσσῃ ποταμοί», <b>Πολυδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοπληθώς</i> (Α ἰσοπληθῶς)<br />με ισοπληθή τρόπο, ισάριθμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), [[πρβλ]]. [[απειροπληθής]], [[χειροπληθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:07, 13 October 2022

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοπληθής, -ές)
ίσος ως προς τον αριθμό, ως προς το ποσόν με άλλον, ισάριθμος («καὶ οἱ ἱππεῖς ἦσαν ἑκατέρωθεν ἰσοπληθεῖς», Ξεν.)
αρχ.
ισομεγέθης, αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάτι («ἰσοπληθεῖς θαλάσσῃ ποταμοί», Πολυδ.).
επίρρ...
ισοπληθώς (Α ἰσοπληθῶς)
με ισοπληθή τρόπο, ισάριθμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. απειροπληθής, χειροπληθής].