ανεμοσκεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(4)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεμοσκεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῑς χλαῑναι» (<b>Ομ.</b>).
|mltxt=[[ἀνεμοσκεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῖς χλαῑναι» (<b>Ομ.</b>).
}}
}}

Revision as of 09:15, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἀνεμοσκεπής, -ές (Α)
αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῖς χλαῑναι» (Ομ.).