ἀνεμοσκεπής: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεμοσκεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο ( | |mltxt=[[ἀνεμοσκεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῖς χλαῑναι» (<b>Ομ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:20, 13 October 2022
English (LSJ)
ές, sheltering one from the wind, χλαῖναι Il.16.224.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que protege contra el viento χλαῖναι Il.16.224.
German (Pape)
[Seite 223] ές, vor dem Winde schützend, windabwehrend, Il. 16, 224.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui abrite contre le vent.
Étymologie: ἄνεμος, σκέπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμοσκεπής: защищающий от ветра (χλαῖνα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμοσκεπής: -ές, ὁ σκεπάζων τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, ὁ προφυλάττων, χλαῖναι Ἰλ. Π. 224.
English (Autenrieth)
ές (σκέπας): sheltering from the wind, Il. 16.224†.
Greek Monolingual
ἀνεμοσκεπής, -ές (Α)
αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῖς χλαῑναι» (Ομ.).
Greek Monotonic
ἀνεμοσκεπής: -ές (σκέπη), αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
σκέπη
sheltering from the wind, Il.