εγχωρώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
(10)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐγχωρῶ (-έω) (AM)<br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]]<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> επιτρέπεται («ἐγχωρεῑ αὐτῷ περὶ τούτων [[εἰδέναι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ ἐγχωροῡν» — όσο [[είναι]] δυνατόν.
|mltxt=ἐγχωρῶ (-έω) (AM)<br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]]<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> επιτρέπεται («ἐγχωρεῖ αὐτῷ περὶ τούτων [[εἰδέναι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ ἐγχωροῦν» — όσο [[είναι]] δυνατόν.
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἐγχωρῶ (-έω) (AM)
1. επιτρέπω
2. απρόσ. επιτρέπεται («ἐγχωρεῖ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι»)
3. φρ. «κατὰ τὸ ἐγχωροῦν» — όσο είναι δυνατόν.